- αρόδο
- επίρρ. близ, около порта (о судах, не бросивших якоря);
στέκω αρόδο — недолго находиться возле порта (о судне);
§ τράβα αρόδο! — проваливай!, убирайся!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στέκω αρόδο — недолго находиться возле порта (о судне);
§ τράβα αρόδο! — проваливай!, убирайся!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρόδο — και δου επίρρ. 1. (για πλοίο) μακριά απ την παραλία 2. μακριά 3. από μακριά 4. όχι κατευθείαν, δηλαδή με ελιγμούς … Dictionary of Greek
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek